- προδιασύρω
- Α [διασύρω]γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιασύροντα — προδιασύ̱ροντα , προδιασύρω pull to pieces pres part act neut nom/voc/acc pl προδιασύ̱ροντα , προδιασύρω pull to pieces pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιέσυρε — προδιέσῡρε , προδιασύρω pull to pieces aor ind act 3rd sg προδιέσῡρε , προδιασύρω pull to pieces imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιασύρας — προδιασύ̱ρᾱς , προδιασύρω pull to pieces aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιασύρειν — προδιασύ̱ρειν , προδιασύρω pull to pieces pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιασύρουσαι — προδιασύ̱ρουσαι , προδιασύρω pull to pieces pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)